- αμφόρα
- (amphora).Γένος φυκών της οικογένειας των ναβικουλιδών. Περιλαμβάνει περίπου 230 είδη που ζουν κυρίως στα γλυκά νερά ως τμήμα του πλαγκτόν τους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμφορᾷ — ἀμφί ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres subj mid 2nd sg ἀμφί ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres ind mid 2nd sg (epic) ἀμφί ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres subj mp 2nd sg (epic) ἀμφί ὁράω Inscr. destombeaux des rois pres ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμπουλα — (Μ ἄμπουλα) 1. γυάλινη φιάλη για υγρά 2. πυώδες εξάνθημα 3. ασκός από δέρμα μσν. σκεύος για τη φύλαξη υγρών με δύο λαβές και διογκωμένο στη μέση, φλασκί, φιάλη, αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. ἄμπουλα (6ος μ. Χ. αιώνας) είναι το λατ. ampulla (<… … Dictionary of Greek